προιόν

προιόν
προιόν , πρόειμι 1
ibo go forward
pres part act masc voc sg
προιόν , πρόειμι 1
ibo go forward
pres part act neut nom/voc/acc sg
προιόν , πρόειμι 2
sum to be before
pres part act masc voc sg (doric)
προιόν , πρόειμι 2
sum to be before
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προϊόν — προϊόν, το όντος, καθετί που παράγεται, δημιουργείται, κατασκευάζεται: Αγροτικά προϊόντα. – Bιομηχανικά προϊόντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προϊόν — το, Ν 1. το αποτέλεσμα τής παραγωγής, που μπορεί να είναι είτε υλικό αγαθό, λ.χ. τρόφιμα, ενδύματα, μηχανήματα, είτε άυλο, όπως λ.χ. υπηρεσίες, εφευρέσεις, έργα τέχνης (α. «προϊόντα βιομηχανίας» β.«προϊόν φαντασίας») 2. η απολαβή από την εργασία …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • σοκολάτα — Προϊόν που παράγεται με βάση το κακάο και καταναλώνεται ευρύτατα ως τροφή και ως γλύκισμα. Εκτός από τη σκόνη του καβουρντισμένου κακάου, στη σ. προστίθεται ζάχαρη και το βούτυρο του κακάου. Η εκατοστιαία αναλογία των ουσιών αυτών ποικίλλει:… …   Dictionary of Greek

  • μαζούτ — Προϊόν απόσταξης του πετρελαίου, το οποίο χρησιμοποιείται ως καύσιμο. Βλ. λ. πετρέλαιο. * * * το υγρή καύσιμη ύλη που λαμβάνεται ως υπόλειμμα τής απόσταξης τού πετρελαίου και χρησιμοποείται σε ειδικές εστίες και μηχανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. mazut] …   Dictionary of Greek

  • νιτρογλυκερίνη — Προϊόν που προέρχεται από τη νίτρωση της γλυκερίνης με ένα μείγμα νιτρικού και θειικού οξέος. Ανάλογα με το είδος της επεξεργασίας, προκύπτουν διάφορες v., μεταξύ των οποίων η ν., που παρασκευάστηκε το 1846 από τον Ιταλό χημικό Ασκάνιο Σομπρέρο.… …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • αιματάνθρακας — Προϊόν που παράγεται από το ξεραμένο αίμα ζώων, αφού πρώτα ερυθροπυρωθεί μέσα σε κλειστά χωνευτήρια. Παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν ως μέσο αποχρωματισμού. Σήμερα έχει αντικατασταθεί από άλλα προϊόντα (π.χ. ενεργό άνθρακα) …   Dictionary of Greek

  • ανθρακινόνη — Προϊόν οξείδωσης του ανθρακενίου (αρωματικός υδρογονάνθρακας με τρεις συμπυκνωμένους δακτυλίους) με σύσταση άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Καθαρή, έχει τη μορφή κίτρινων βελονοειδών κρυστάλλων, είναι άοσμη, με σημείο τήξης 286°C και ζέσης 377°C.… …   Dictionary of Greek

  • γλυκονικό οξύ — Προϊόν οξείδωσης της γλυκόζης, του τύπου CH2OH (CHOH)4COOH. Είναι γνωστό μόνο σε διαλύματα, από τα οποία απομονώνεται η λακτόνη του, κρυσταλλικό σώμα με σημείο τήξης 130 135°C. Το άλας του με ασβέστιο χρησιμοποιείται στη θεραπευτική και τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”